- μιλόρδος
- ο(λ. αγγλ.), τίτλος προσφώνησης των λόρδων στη Bρετανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μιλόρδος — ο τίτλος ευγενείας στην Αγγλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. milord < my Lord «κύριε μου»] … Dictionary of Greek